- ἐκλακτισμός
- ἐκλακτισμόςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκλακτισμός — ἐκλακτισμός, ο (Α) είδος χορού με ζωηρές εκτινάξεις τών ποδιών … Dictionary of Greek
εκλάκτισμα — ἐκλάκτισμα, το (Α) ο εκλακτισμός … Dictionary of Greek